μάντις

μάντις
μάντις (ὁ, ἡ.) (-ις, -ιν, -ιες, -ίων.)
1 prophet(ess) (αἶνος),

ὃν Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13

ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι Amphiareus O. 6.17 περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον Iamos O. 6.50

Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.2

ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν Polyidos O. 13.74 μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι

θεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος P. 4.190

Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (Hermann: μαντείων, -εῖον codd.) P. 11.6 μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra P. 11.33 μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος Amphiareus N. 10.9 εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ Herakles I. 6.51 ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα Teneros fr. 51d.

κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13

Δελφοὶ θεμίστων μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων post θεμ. del. Heyne) fr. 192. ἐναργέα τ' ἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (v. fr. 150.) fr. 75. 13. μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 5.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάντις — Έντομο της οικογένειας των μαντιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Η επιστημονική της ονομασία είναι Μantis religiosa και αποτελεί τον μοναδικό αντιπρόσωπο του γένους Mantis. Έχει λεπτό σώμα πράσινου ή καφεκίτρινου χρώματος και μήκους 5 7 εκ., με… …   Dictionary of Greek

  • μάντις — μάντῑς , μάντις diviner masc acc pl (epic doric ionic aeolic) μάντις diviner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐ μάντις ἐιμἰ τ’ ἀφανῆ γνῶσαι σαφῶς. — οὐ μάντις ἐιμἰ τ’ ἀφανῆ γνῶσαι σαφῶς. См. Эдип …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μάντει — μάντις diviner masc nom/voc/acc dual (attic epic ionic) μάντεϊ , μάντις diviner masc dat sg (epic ionic) μάντις diviner masc dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντεις — μάντις diviner masc nom/voc pl (attic epic ionic) μάντις diviner masc nom/acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντι — μάντις diviner masc voc sg μάντῑ , μάντις diviner masc dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντίων — μάντις diviner masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντεα — μάντις diviner masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντεε — μάντις diviner masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντεες — μάντις diviner masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”